- καταπαύσαι
- καταπαύσαῑ , καταπαύωput an end toaor opt act 3rd sg
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
καταπαῦσαι — καταπαύω put an end to aor inf act … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
κατάπαυσαι — καταπαύω put an end to aor imperat mid 2nd sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
σύμβολος — ον, ΜΑ το αρσ. ως ουσ. ὁ σύμβολος σημάδι, οιωνός (α. «φασὶ γάρ... κατά τινα σύμβολον ἐκεῑ καταπαῡσαι τὸν πόλεμον», Μάρκ. Διάκ. β. «ἐνοδίους συμβόλους γαμψωνύχων οἰωνῶν», Αισχύλ.) αρχ. 1. αυτός τον οποίο συναντά κανείς τυχαία («καὶ συμβόλοισιν οὐ… … Dictionary of Greek